- σπαθίφυλλο
- το, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών το οποίο ανήκει στην οικογένεια αροΐδες τής τάξης αρώδη και περιλαμβάνει 35 περίπου είδη πολυετών ριζωματωδών ποωδών φυτών που είναι ιθαγενή τού Μαλαϊκού Αρχιπελάγους και τής τροπικής Αμερικής.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθί + φύλλο (βλ. και λ. σπαθίνακας)].
Dictionary of Greek. 2013.